- ἀνθηρῇ
- ἀνθηρόςfloweryfem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ … Dictionary of Greek
άρδω — ἄρδω (Α) Ι. 1. ποτίζω, αρδεύω 2. (για θεούς και ανθρώπους) ποτίζω ζώο 3. (για ποταμούς) α) παρέχω νερό στους ανθρώπους β) ποτίζω τη γη II. ( ομαι) 1. (για πρόσωπα) πίνω 2. ποτίζομαι 3. υδρεύομαι 4. μτφ. περιποιούμαι κάτι, διατηρώ αυτό σε ακμαία… … Dictionary of Greek
αγχίαλος — I Αρχαιότατη ελληνική πόλη που χτίστηκε τον 6o αι. π.Χ., πιθανότατα από αποίκους από τη Μίλητο, στα παράλια της Θράκης, στον Εύξεινο Πόντο, κοντά στη σημερινή ομώνυμη πόλη της Βουλγαρίας (Α. σημαίνει κοντά στη θάλασσα). Η Α. είχε οχυρωθεί από… … Dictionary of Greek
γκέτο — Ονομασία που δόθηκε τον 16o αι. στις συνοικίες ευρωπαϊκών πόλεων, όπου κατοικούσαν υποχρεωτικά οι Εβραίοι. Η λέξη πιθανότατα προέρχεται από την εβραϊκή συνοικία της Βενετίας όπου υπήρχε ένα χυτήριο (getto). Η συνήθεια των Εβραίων να… … Dictionary of Greek
δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… … Dictionary of Greek
εύχρους — ουν (ΑΜ εὔχρους, ουν και εὔχροος, οον) 1. αυτός που έχει καλό, ωραίο χρώμα, ο εύχρωμος 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ανθηρή, ρόδινη, ζωηρή όψη, που είναι γεμάτος υγεία, ο υγιέστατος νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔχρουν εὔχροια*, ωραίο, υγιές… … Dictionary of Greek
καλυκώπις — καλυκῶπις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που έχει πρόσωπο όμοιο με κάλυκα άνθους, δηλ. που έχει ρόδινη όψη, ροδοπρόσωπη, ανθηρή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, υκος + ῶπις (< ωψ, ωπος < *ὤψ, *ὠπός «όψη, πρόσωπο, μάτι»), πρβλ. ἑλικ ῶπις, ὑαλ ῶπις] … Dictionary of Greek